by: Γιάννης Ευσταθόπουλος
Φεβρουάριος 2023
Climate Adaptation & Resilience of the Greek Economy: Sectoral & Local DimensionsΤις τομεακές και τοπικές προκλήσεις της προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα ανέδειξε η εκδήλωση του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΠΒΑ) που έλαβε χώρα στο Impact Hub την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάστηκαν τα βασικά συμπεράσματα και οι προτάσεις πολιτικής των πρόσφατων δημοσιεύσεων του ΠΒΑ για τους τομείς της Γεωργίας, του Τουρισμού, της Υγείας και της Πολιτικής Προστασίας οι οποίες τροφοδότησαν τη συζήτηση που ακολούθησε στη στρογγυλή τράπεζα με τη συμμετοχή των Δημάρχων Λαρισαίων και Νισύρου, Απόστολου Καλογιάννη και Χριστοφή Κορωναίου, της Ελισάβετ Γεωργιάδου, Γενικής Διευθύντριας της ΔΕΥΑ Ρεθύμνου – Σύμβουλο Ανάπτυξης της Ένωσης ΔΕΥΑ (ΕΔΕΥΑ), του Δημήτριου Μπιλάλη, Καθηγητή Βιολογικής Γεωργίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Θεοδότας Νάντσου, επικεφαλής πολιτικής στη WWF Ελλάς και του Ιωάννη Σπιλάνη, Καθηγητή στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστήμιου Αιγαίου. Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, ο συντονιστής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΝΑ, Γιάννης Ευσταθόπουλος, υπογράμμισε ότι η νέα κλιματική κανονικότητα καθιστά αναπόφευκτη την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι κλιματικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι το μείζον ερώτημα δεν είναι αν θα πρέπει να προσαρμοστούμε αλλά ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να το κάνουμε, αποφεύγοντας παράλληλα λανθασμένες και μη αποτελεσματικές στρατηγικές προσαρμογής (maladaptation). Η μεγαλύτερη έκθεση ορισμένων περιοχών σε φυσικές καταστροφές (π.χ. πλημμύρες, ξηρασία, πυρκαγιές) ή και στις μακροχρόνιες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (π.χ. ερημοποίηση, ανυδρία, υποβάθμιση υδάτων, άνοδος στάθμης της θάλασσας, υποβάθμιση ατμόσφαιρας και συνθηκών διαβίωσης στις αστικές περιοχές) εγκυμονεί ποικίλους κινδύνους: περιβαλλοντικούς κινδύνους (πχ υποβάθμιση οικοσυστημικών υπηρεσιών), κινδύνους για την ασφάλεια των πολιτών και των εργαζομένων, κινδύνους για την προστασία της δημόσιας υγείας και τη λειτουργία βασικών υποδομών, απειλές για την ανάπτυξη της οικονομίας και την ευημερία του πληθυσμού (πχ υποβάθμιση τοπικών συνθηκών και μείωση απόδοσης τομέων της οικονομίας όπως ο τουρισμός, η αγροτική οικονομία, κλπ.) αλλά και για τη δημοσιονομική σταθερότητα (πχ κόστος αποζημιώσεων και αποκατάστασης ζημιών, μείωση δημόσιων εσόδων). Εντούτοις, και όπως υπογραμμίστηκε στις αποφάσεις της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή του 2022 (COP27), μεγάλος αριθμός χωρών, και κυρίως οι λιγότερο ανεπτυγμένες (και πιο τρωτές χώρες) δεν έχουν ακόμα εκπονήσει ή υλοποιήσει στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Ακόμα όμως και στις χώρες που διαθέτουν στρατηγική (μεταξύ άλλων και η Ελλάδα), η πρόοδος που σημειώνεται είναι συχνά πολύ μικρή και υπολείπεται αισθητά των προκλήσεων που θέτουν οι φυσικές εξελίξεις, ειδικά στις περιοχές και χώρες με υψηλότερη τρωτότητα όπως η Μεσόγειος, όπου ανήκει και η Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό επισημάνθηκε ότι η πρόκληση της προσαρμογής συνιστά και ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής. Και αυτό επειδή ο βαθμός έκθεσης στους κλιματικούς κινδύνους είναι άνισα κατανεμημένος τόσο χωρικά -βλ. τρωτές περιοχές λόγω φυσικής θέσης- όσο και κοινωνικά με αποτέλεσμα οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να είναι πιο ευάλωτα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Κλείνοντας, ο συντονιστής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΝΑ υπογράμμισε ότι η ενίσχυση των δράσεων προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν πρέπει να προσλαμβάνεται αντιπαραθετικά με τον στόχο του μετριασμού της. Αντιθέτως, η προσαρμογή συνιστά συμπληρωματικό πυλώνα των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Ο μετριασμός στοχεύει στο «να αποφεύγεται το μη διαχειρίσιμο» και η προσαρμογή στο «να γίνεται εφικτή η διαχείριση του αναπόφευκτου».